Η αρτηριακή υπέρταση είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, εμφράγματος του μυοκαρδίου, εγκεφαλικού επεισοδίου και κολπικής μαρμαρυγής, ενώ παράλληλα, σχετίζεται και με βλάβες σε όργανα-στόχους όπως λέγονται, δηλαδή βλάβες στον εγκέφαλο, τα μάτια και τους νεφρούς. Συνήθως, δεν προκαλεί συμπτώματα και γίνεται αντιληπτή αν μετρηθεί τυχαία κατά την επίσκεψη στον ιατρό ή φαρμακοποιό ή στο σπίτι.
Στο ιατρείο ακολουθούνται οι κανόνες σωστού ελέγχου των τιμών της αρτηριακής πίεσης κατά την οποιαδήποτε κλινική εξέταση και φυσικά, όταν χρειάζεται τοποθετείται και χόλτερ αρτηριακής πιέσεως.
Ο πιο εύκολος αλλά και αξιόπιστος τρόπος αξιολόγησης των τιμών της πίεσης είναι η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι από τον ίδιο τον ασθενή. Έτσι αποφεύγεται το άγχος της διαδικασίας μέτρησης σε ένα ιατρείο (σύνδρομο της λευκής μπλούζας) το οποίο προκαλεί ψευδώς αυξημένες τιμές.
Ποια είναι τα επιθυμητά όρια αρτηριακής πίεσης;
Η ιδανική αρτηριακή πίεση σε υγιείς ενήλικες είναι κάτω από 130 για τη συστολική (μεγάλη) και κάτω από 80 για τη διαστολική (μικρή). Οποιαδήποτε τιμή αρτηριακής πίεσης άνω του 140 για τη συστολική και άνω του 90 για τη διαστολική θεωρείται υπέρταση. Ειδικότερα, άτομα με τιμές αρτηριακής πίεσης μεταξύ 130-139 για τη συστολική ή/και 85-89 για τη διαστολική θεωρούνται ότι έχουν οριακή υπέρταση (προ-υπέρταση) κι έχουν ανάγκη τακτικής παρακολούθησης της αρτηριακής τους πίεσης και άμεσης αλλαγής τρόπου ζωής. Δεδομένου του γεγονότος ότι η αρτηριακή πίεση δεν παραμένει σταθερή όλο το 24ωρο, η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης πρέπει να βασίζεται σε πολλαπλές μετρήσεις.