Πώς γίνεται η δοκιμασία κοπώσεως;
Κατά τη δοκιμασία κοπώσεως καταγράφεται η ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς με ηλεκτροκαρδιογράφημα και η αρτηριακή πίεση καθώς ο ασθενής ασκείται. Για να γίνει η καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, ηλεκτρόδια τοποθετούνται στο στήθος με τη βοήθεια ειδικών αυτοκόλλητων και στη συνέχεια ο εξεταζόμενος ξεκινάει τη βάδιση σε ήπιους ρυθμούς και μηδενική κλίση του τάπητα. Σταδιακά, αυξάνεται η ταχύτητα και η κλίση του τάπητα μέχρι να φτάσουν οι παλμοί του εξεταζομένου σε ένα προκαθορισμένο σημείο το οποίο το ορίζει ο ιατρός, με βάση την ηλικία του εξεταζομένου, αλλά και κάποιες φορές με βάση τις υποκείμενες παθήσεις που έχει ή και τη φαρμακευτική του αγωγή.
Πριν την εξέταση πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού ή ροφημάτων και φυσικά ο εξεταζόμενος πρέπει να φοράει άνετα ρούχα και παπούτσια. Για το αν ο εξεταζόμενος θα υποβληθεί στην εξέταση λαμβάνοντας ή όχι τα φάρμακά του, παραμένει στην κρίση του θεράποντος ιατρού ανάλογα με την πάθηση και την αιτία διενέργειας του τεστ κόπωσης.
Είναι γενικά μια ασφαλής εξέταση, αλλά σε λίγες περιπτώσεις ασθενών που υποβάλλονται στην εξέταση αυτή μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές, όπως αρρυθμίες ή και οξέα συμβάματα τα οποία θα οδηγήσουν σε περαιτέρω νοσηλεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί ιατροί συμφωνούν για το ότι τα τεστ κόπωσης πρέπει να διενεργούνται σε νοσοκομεία ή μεγάλα διαγνωστικά κέντρα στα οποία μπορούν να παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες αν απαιτηθεί.